- ἀστραβίζω
- ἀστρᾰβ-ίζω, ([etym.] ἀστράβη)A ride pillion,
καμήλους ἀστραβιζούσας A.Supp.285
(dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμήλους ἀστραβιζούσας A.Supp.285
(dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστραβιζούσας — ἀστραβιζούσᾱς , ἀστραβίζω ride pillion pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀστραβιζούσᾱς , ἀστραβίζω ride pillion pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)